- αναθιβάλλω
- και -βάνω1. έχω ενδοιασμούς, διστάζω, αμφιβάλλω2. έχω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ3. απρόσ. (μου) αναθιβάλλειέρχεται στον νου μου4. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω, αφηγούμαι5. φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ, θυμάμαι6. συλλογίζομαι, σκέπτομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀναθιβάλλω αντί ἀντιβάλλω, ανθιβάλλω. Ο τ. ανήκει στις λέξεις εκείνες, στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση (εν προκειμένω η ανα-), εκεί όπου δεν υπήρχε (πρβλ. ανάθρηκα* αντί νάρθηκας – νάρθηξ, διάργυρος αντί υδράργυρος κ.ά. Πιθανότερη φαίνεται η ετυμολογία του αναθιβάλλω από συμφυρμό των αναβάλλω + αθιβάλλω (= αμφιβάλλω).ΠΑΡ. αναθίβαλμα].
Dictionary of Greek. 2013.